Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Περί Ηθικής Υπεροπλίας


Σε αυτή τη χώρα, φαίνεται πως το σημαντικότερο αγαθό, είναι το δικαίωμα στη διαμαρτυρία από μία θέση ηθικής υπεροπλίας. Το βλέπω καθημερινά από τα πολύ μικρά (όπως οι χιλιάδες αφίσες, αναρχοκουμουνιστικών παραγόντων στο κέντρο της Αθήνας, που διεκδικούν λιγότερη ή καθόλου δουλειά κα περισσότερα δικαιώματα) μέχρι τα πολύ μεγάλα: «…για όλα όσα περνάμε φταίει η Τρόϊκα και οι ξένοι».

Υπάρχουν βέβαια και όλα τα ενδιάμεσα: Το ευτραφές, συνδικαλιστικό παρακράτος που αξιώνει (εκβιάζει για την ακρίβεια) την αποσυσχέτιση εργασίας και παραγωγικότητας, η εκάστοτε αντιπολίτευση που αν είχε εκλεγεί θα τα είχε κάνει όλα τέλεια,  ο αδικημένος υπάλληλος που τον προσπέρασε η προαγωγή και έτσι δικαιούται να μη συνεισφέρει, «η φουκαριάρα η μάνα μου» και χιλιάδες άλλες συνομοταξίες ανθρώπων που για όλα όσα δεν έχουν πετύχει ή για όλα όσα έχουν πάθει, φταίει πάντα κάποιος άλλος.

Και έτσι, έχουμε εντρυφήσει στο δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε από θέση ηθικής υπεροπλίας με μία σχεδόν σαδιστική, καταδιωκτική και εκδικητική ικανοποίηση που οδηγεί όλους εμάς, τα «θύματα» στη δικαίωση. Και εκεί κάπου είναι που το πράγμα γίνεται αναπόσπαστο μέρος της συλλογικής μας συνείδησης και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως ανθεκτικό σε οποιαδήποτε μορφή αντιβίωσης:  Είναι τέτοιος ο εθισμός μας στη γκρίνια, το παράπονο και τη γενικότερη πόλωση (εμείς-εσείς)  που πολύ φοβάμαι πως αν η ψυχή μας έχει να διαλέξει μεταξύ προόδου και ευημερίας από τη μία και το δικαίωμα στη διαμαρτυρία από την άλλη, θα διάλεγε το δεύτερο.

Ιστορικά, τα τελευταία 100 χρόνια περίπου, υπάρχει μερική εξήγηση για την εδραίωση αυτής της κουλτούρας. Από τον ξεριζωμό της Σμύρνης για τον οποίο έφταιγαν οι «κακοί» Τούρκοι (και όχι εμείς που πήγαμε να πάρουμε την Άγκυρα), περνάμε στον εμφύλιο (αναφαίρετο δικαίωμα σε όποιον αριστερίζει να έχει το δίκιο με το μέρος του σε όλα, πάντα και για πάντα έτσι απλά ρε αδερφέ, επειδή οι αριστερές δυνάμεις έτυχε να χάσουν τον εμφύλιο!), κάνουμε μία στάση στην δικαιωμένη, περιβόητη γενιά του πολυτεχνείου που ουσιαστικά μας έχει κυβερνήσει τον τελευταίο μισό αιώνα (παρακαλώ να ακουστεί η «Τσιμινιέρα» καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής Βουλή-Εκάλη), σταματάμε σύντομα στην Κύπρο λίγες μέρες μετά (όπου με χούντα  και μεταξύ μας εμφύλιο κατορθώσαμε να δώσουμε στην Τουρκία το δικαίωμα να πάρει τη μισή –αυτό με το βάτραχο και το σκορπιό το ξέρετε;) και φτάνουμε στο 2009 και την κρίση…όπου όπως είπαμε φταίει η Τρόϊκα και όχι το γεγονός πως για δεκαετίες συντηρούσαμε ποιότητα ζωής και life style (ευχαριστούμε κύριε Κωστόπουλε για την καθοδήγηση) πέραν των δυνατοτήτων μας με δανεικά λεφτά.

Και κάπου εκεί φάνηκε πως το πράγμα μπορεί και να μαζευόταν. Μετά από δεκαετίες ανευθυνότητας τελικά διαφάνηκε πως κανείς δεν ήταν εντελώς αθώος. Και κάπως έπεσαν οι τόνοι, εμπιστευτήκαμε την κυβέρνηση σε κάποιον τεχνοκράτη που φαινόταν να είναι εκτός συστήματος, ο δικομματισμός φάνηκε να πλήττεται, τα πράσινα και μπλε καφενεία έχασαν την αίγλη τους, δημιουργήθηκε ακολούθως κυβέρνηση συνασπισμού, δύο φορές μάλιστα.  Μισό-σαστισμένοι όλοι δεν είχαμε πια που να στρέψουμε το δάχτυλο και πλην διαφόρων αμετανόητων συνδικαλοδεινόσαυρων με περισσότερα ακρωνύμια από ότι μπορώ να θυμηθώ που πάντα καταφέρνουν να βρουν ποιος φταίει και να παραλύσουν το κράτος ως ένδειξη διαμαρτυρίας, για λίγο χάσαμε επαφή με το στόχαστρό μας. Μας έφταιγε για κάποιο λόγο η Τρόϊκα,  αλλά δεδομένης της προσφιλής μας συνήθειας να πυροβολούμε πρώτα και να ρωτάμε μετά (πολύ λίγοι ήταν ή είναι βέβαιοι για το τι είναι το μνημόνιο ή γνωρίζουν ότι δεν έχουμε ξεπληρώσει ακόμα ούτε ένα ευρώ από αυτά που δανειστήκαμε)  το μένος αυτό μετριάστηκε κάπως. Το είχαμε πληρώσει ακριβά, αλλά η πιθανότητα να χάσουμε την ηθική μας υπεροπλία με ό,τι αυτή συνεπάγεται, διαγράφετο στον ορίζοντα. Και αυτό μου είχε δώσει τότε μεγάλες ελπίδες για το μέλλον του τόπου.

Και τότε ήρθε η Χρυσή Αυγή. Και όλοι ανασάναμε –κρυφά- με ανακούφιση. Οι «βάρβαροι» κατέφταναν και «οι άξιοι ρήτορες έρχονταν σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους» (Κ. Καβάφης).  Η μαχητικότητα και ο στόμφος επέστρεψε στα πρόσωπά μας, η ελπίδα αναθάρρησε, βρήκαμε για άλλη μια φορά ποιος φταίει –για όλα- και οπλισμένοι με την ηθική μας υπεροπλία, μπορούσαμε για άλλη μια φορά να κατοικήσουμε στη σίγουρη και ασφαλή πλευρά του δικαίου και του καλού. Από τους συναισθηματικά φορτισμένους και «αθώους» πολιτικούς και τους  διάφορους επίσης «αθώους» δημοσιογράφους  που λαϊκίζοντας διαγωνίζονται για το ποιος είναι περισσότερο κατά της Χ.Α. (μου θυμίζει άτυπο διαγωνισμό δημοφιλίας σε δημοτικό σχολείο), μέχρι όλους εμάς τους «εκτός συστήματος» (όπως εύστοχα είχε πει η κυρία Μπακογιάννη, διαχωρίζοντας μεταξύ πολιτικών/δημοσιογράφων και υπολοίπων πολιτών, σημειωτέων λίγο αφού είχε χάσει τις εσωτερικές εκλογές της Ν.Δ. για το χρίσμα του αρχηγού) όπου ψάχνουμε τον καλύτερο και πιο ορατό τρόπο στα Facebook και τα Τwitter για να διατυμπανίσουμε την αντίθεσή μας με τους κακούς.

Και έτσι, μετά από ένα σύντομο διάλειμμα, ο Έλληνας πολίτης καθορίζεται και αποκτά αξία όχι μέσα από αυτό που είναι και επιτυγχάνει αλλά αντιδραστικά  μέσα από αυτό για το οποίο διαμαρτύρεται.  Για το πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ και οποιαδήποτε πιθανή μας ανάμειξη, έμμεση ή άμεση, φυσικά ούτε λόγος. Εφόσον όλοι γνωρίζουν πως δεν είμαστε ναζί (!) και πως δεν εγκρίνουμε τις δολοφονίες και τη βία (!!), έχουμε επιτελέσει στο ακέραιο το καθήκον μας. Και έτσι μπορούμε απερίσπαστα να συνεχίσουμε τη διαμαρτυρία μας από εκεί που την είχαμε αφήσει το 2009 περίπου, εννοείτε πάντα από θέση ηθικής υπεροπλίας.
Βασίλης Αντωνάς