Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Τα Πικρά μας Σύκα


Μου αρέσει πολύ κάποια γλυκά μεσημέρια του Σεπτέμβρη να περπατώ στους δρόμους της Κηφισιάς. Το διάλλειμα από τις συναντήσεις μου δίνει την ευκαιρία να αφήσω το γραφείο και να περιηγηθώ σε γειτονιές που δεκαετίες πριν περπατούσα πιο συχνά. Πότε η βόλτα μου με φέρνει προς το παλιό μου σχολείο στο Κεφαλάρι, πότε προς το κέντρο της Κηφισιάς και πότε προς τα Αλώνια.

Η σημερινή αναζήτηση είχε ως αποτέλεσμα να ανταμώσω έναν μικροπωλητή σύκων, ακριβώς έξω από το κοιμητήριο. Αφού περίμενα να κοπάσει η αδιάκοπη κίνηση κατάφερα να διασχίσω το δρόμο. Τα σύκα είναι από τα αγαπημένα μου φρούτα, και ήδη ρομαντικές σκέψεις όπως το ότι αυτά θα ήταν βιολογικής καλλιέργειας, δεν θα περιείχαν συντηρητικά και θα ήταν αποτέλεσμα του κόπου του ηλικιωμένου κυρίου αντί κάποιοu μεγαλοεπιχειρηματία έκαναν την αναμονή ακόμη πιο γλυκιά.

Ζύγωσα στο πλάι του παλιού αγροτικού Datsun και του ζήτησα να μου βάλει 5-6 σύκα. Στην πραγματικότητα 2-3 ήθελα, για να τα φάω στο γραφείο πριν την επόμενη συνάντηση, αλλά ντράπηκα να πάρω τόσα λίγα. Ο γέροντας ξεκίνησε να γεμίζει τη χάρτινη, καφέ σακούλα και εγώ τον ρώτησα αν είναι πιο καλά τα πράσινα η τα μαβιά σύκα. «Είναι άλλη ράτσα» μου αποκρίθηκε, «Όλα γλυκά είναι». Χάρηκα με την απάντηση, τέτοια στιχομυθία δεν την απαντάς στο Σούπερ-Μάρκετ.

Ο μπάρμπας συνέχιζε να γεμίζει και η σακούλα πρέπει να είχε τώρα 10 σύκα. «Τι 5 τι 10» σκέφτηκα. Μα το γέμισμα δε σταμάτησε, και έτσι σιγαλόφωνα του είπα «φτάνει». Χωρίς να με κοιτάξει, απλά επανέλαβε «Φτάνει»; Σαν εγώ να μην είχα μιλήσει και από δική του πρωτοβουλία με ρωτούσα αν θα έπρεπε να σταματήσει. «Ναι, φτάνουν» του απάντησα. Χωρίς να σταματήσει να γεμίζει με κοίταξε και μου είπε «Εντάξει»…ενώ έριχνε σβέλτα άλλα 4 σύκα μέσα στη σακούλα.

Απορημένος κοίταζα μία αυτόν και μία τη σακούλα που τώρα είχε σίγουρα πάνω από 20 σύκα. Δεν πήρα πολύ ώρα, ίσως ούτε δευτερόλεπτο και η απορία μου μετατράπηκε σε θυμό και ο θυμός σε αηδία. Στράφηκα από την άλλη και με γρήγορα βήματα απομακρύνθηκα μουρμουρίζοντας «Μάλλον δεν με ακούσατε». «Ναι, δεν σε άκουσα…» νομίζω πως μου είπε. Η προσποιητή αφέλεια και το ψέμα σαν να μισό-κρύβονταν πίσω από μία ασυναίσθητη στάλα ντροπής.

Για εμένα σήμερα κατέρρευσε άλλο ένα μικρό τουβλάκι της Ελλάδας που θέλουμε. Ακόμα χειρότερα όμως οι αμφιβολίες μου για την Ελλάδα που αξίζουμε απόκτησαν και άλλη ορμή. Από ότι ακούω και καταλαβαίνω, η χώρα αυτή τη στιγμή περνάει μεγάλη οικονομική κρίση. Κάποια πράγματα που συνέβαλαν σε αυτήν τα γνωρίζω. Μερικά προσπαθούν μάταια φίλοι οικονομολόγοι να μου τα εξηγήσουν. Πέρα όμως από τη διεθνή ενεργειακή κρίση, την κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς των ΗΠΑ και ακόμα και τον κακό χειρισμό και την αναξιοκρατία όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια, υπάρχει κάτι για το οποίο φταίμε μόνο εμείς. Και αυτό είναι το ότι έχουμε χάσει τη «μπέσα» μας. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα χάσουμε και το «φιλότιμο», θα χάσουμε και τη «μαγκιά» μας και ότι άλλο μας έχει απομείνει για να μας θυμίζει το ποιοι ήμασταν και το ποιοι θα έπρεπε να είμαστε. Και κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλον θα γεμίζουμε σακούλες με σύκα κατηγορώντας όλους τους άλλους για την κατάντια μας· όλους εκτός από τον εαυτό μας.


Βασίλης Αντωνάς
(Εφημερίδα Κηφισιά 2008)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

Παθητική Επιθετικότητα: Η «Αόρατη Απειλή»


Σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς θα έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να νιώθει ενοχλημένος από κάποιο γεγονός ή κάποια συζήτηση, χωρίς όμως να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το τι είναι αυτό που είπε ή έκανε ο συνομιλητής μας και μας πείραξε. Ακόμα χειρότερα, αυτό μπορεί να μας συμβαίνει κατά συρροή με τα ίδια άτομα, συνάδελφους, γνωστούς, συμφοιτητές, συγγενείς ή ακόμα και με τον/την σύντροφό μας. Εάν αυτό μας συμβαίνει με τον περισσότερο κόσμο, τότε καλό είναι να εξετάσουμε προσεκτικά τους λόγους που μας κάνουν να παρανοούμε ή να παίρνουμε τα πράγματα προσωπικά. Αν όμως είναι κάτι το οποίο μας συμβαίνει με συγκεκριμένα άτομα, τότε υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είμαστε αποδέκτες μίας από τις πιο ύπουλες και υποχθόνιες μορφές επιθετικότητας: Της παθητικής.

Η παθητική επιθετικότητα, δεν έχει μία εύκολη και απλή ερμηνεία. Ουσιαστικά είναι η έμμεση αντίσταση ενός ανθρώπου να συνεργαστεί. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, είναι πως ο αποδέκτης αυτής της συμπεριφοράς δεν δύναται να εντοπίσει και να εκφράσει τι ακριβώς είναι αυτό που ο άλλος άνθρωπος εσκεμμένα κάνει το οποίο τον εξοργίζει. Ένα παράδειγμα θα ήταν η επανειλημμένη αδυναμία κάποιου να διεκπεραιώσει ή να εκτελέσει κάποια υποχρέωσή του. Με πρόφαση την ανικανότητα, τη μνήμη ή τις περιστάσεις, ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποποιείται των ευθυνών του (τις οποίες και προφανώς συνειδητά ή υποσυνείδητα δεν θέλει να αναλάβει) και ουσιαστικά αφοπλίζει τον άλλον από την επιλογή να επισημάνει την πεισματική και επαναλαμβανόμενη επίθεση. Οποιαδήποτε απεγνωσμένη προσπάθεια να επισημανθεί ή να αλλάξει αυτή η δομή συμπεριφοράς αντιμετωπίζεται με χιούμορ (π.χ. «Μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά»), δικαιολογίες (π.χ. «Μα απλά δεν πρόλαβα»), προσπάθεια δημιουργίας ενοχών («Δεν είσαι ικανοποιημένος ποτέ») ή ακόμα και δραστική επίθεση (π.χ. «Νομίζεις ότι είσαι τέλειος»). Συχνά στο τέλος, και αν δεν είμαστε προσεκτικοί, βρισκόμαστε να απολογούμαστε εμείς επειδή επισημάναμε τη συμπεριφορά του παθητικά επιθετικού ανθρώπου.

Η συμπεριφορά αυτή, την οποία πολλοί επιστήμονες χαρακτηρίζουν και ως διαταραχή προσωπικότητας, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η οριοθέτηση του άλλου, η αποσαφήνιση του τι είναι αποδεκτό και τι όχι και η ενθάρρυνση να αναλάβει τις ευθύνες του. Εάν σε αυτό αποτύχουμε, καλό θα είναι να σκεφτούμε κατά πόσο η σχέση και η επαφή μας με τον συγκεκριμένο άνθρωπο είναι βιώσιμη. Εάν πάλι η επαφή μας είναι αναγκαστική (π.χ. σε περίπτωση συναδέλφων ή συγγενών) τότε θα πρέπει να διαχειριστούμε τις προσδοκίες που έχουμε από αυτούς. Οι πιθανότητες να αλλάξουν, ειδικά χωρίς να βοηθηθούν ψυχοθεραπευτικά από κάποιον ειδικό με αντικειμενικά κριτήρια, είναι μικρές. Οι συμπεριφορές αυτές όχι μόνο είναι συχνά υποσυνείδητες, αλλά είναι και αποτέλεσμα κάποιων περιστάσεων κατά τη διάρκεια των οποίων ο παθητικά επιθετικός άνθρωπος επιβίωσε χάριν της συμπεριφοράς του. Και αυτό δύσκολα το αποχωρίζεται κανείς…

Βασίλης Αντωνάς
Εφημερίδα Κηφισιά 2008